θανασίμῳ

θανασίμῳ
θανάσιμος
deadly
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θανασίμωι — θανασίμῳ , θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… …   Dictionary of Greek

  • χείρωμα — τὸ, Α [χειρῶ (II)] 1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.) 2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.) 3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”